Με «αγκάθια» τον ΟΜΕΔ αλλά και το ποσοστό συμμετοχής στα μητρώα εργαζομένων και εργοδοτών, συνεχίζεται μετ’ εμποδίων η διαβούλευση ανάμεσα στο υπουργείο Εργασίας και στους κοινωνικούς φορείς για τις συλλογικές διαπραγματεύσεις
Στόχος παραμένει, το να καταστεί εφικτό να προκύπτουν στο εξής νέες κλαδικές συμβάσεις με καλύτερους όρους εργασίας και υψηλότερες αποδοχές.
Όμως, δεν διαφαίνεται να υπάρχει μεγάλο πεδίο σύμπλευσης. Είναι χαρακτηριστικό ότι τα σχετικά υπομνήματα που πρέπει να υποβληθούν από όλες τις πλευρές με τις προτάσεις τους δεν έχουν ακόμα οριστικοποιηθεί.
Η πλευρά των εργοδοτών (ΕΣΕΕ, ΓΣΕΒΕΕ, ΣΕΒ, ΣΕΤΕ) φαίνεται ότι εξετάζει με ιδιαίτερο σκεπτικισμό το ενδεχόμενο αλλαγών σε σχέση με τη λειτουργία του Οργανισμού Μεσολάβησης και Διαιτησίας (ΟΜΕΔ), που όμως αποτελεί βασικό αίτημα της πλευράς των εργαζομένων (ΓΣΕΕ).
Κρίσιμο πεδίο αντιπαράθεσης είναι η μονομερής προσφυγή στη Διαιτησία, που, με βάση την ισχύουσα νομοθεσία, έχει επί της ουσίας πάψει να υφίσταται.
Πρόβλημα, όμως, φαίνεται ότι υπάρχει και με τη μείωση του ποσοστού συμμετοχής στα αντίστοιχα μητρώα (ΓΕΜΗΟΕ, ΓΕΜΗΣΟΕ), από την πλευρά τόσο των εργοδοτών όσο και των εργαζομένων, ώστε να μπορούν οι εκπρόσωποί τους να αντιπροσωπεύουν το σύνολο ενός κλάδου.
Το σημερινό 50% + 1, που έχει θεσμοθετηθεί, όλες οι πλευρές συμφωνούν ότι δεν βοηθάει ώστε να λειτουργήσει ως κίνητρο για να προκύψει διαπραγμάτευση ανάμεσα στις δύο πλευρές για υπογραφή νέων συλλογικών συμβάσεων, σε κλαδικό επίπεδο.
Σε πολλές περιπτώσεις διαπιστώνεται αδυναμία να καλυφθεί το συγκεκριμένο ποσοστό από την πλευρά των συνδικάτων που εκπροσωπούν εργαζομένους, με συνέπεια να ακυρώνεται η διαδικασία της διαπραγμάτευσης, εν τη γενέσει της. Υπάρχουν, όμως, και περιπτώσεις, όπου οι εργοδότες
αποφεύγουν να ενταχθούν στην Ομοσπονδία που τους εκπροσωπεί συνδικαλιστικά, ακριβώς για να μην μπορεί να καλυφθεί το ανωτέρω ποσοστό ως προαπαιτούμενο όριο.
Έτσι, η διαπραγμάτευση δεν μπορεί πρακτικά να εκκινήσει και οι συλλογικές συμβάσεις μένουν «κενό γράμμα».
Παρά το γεγονός, όμως, ότι αυτά τα προβλήματα έχουν εντοπιστεί και καταγραφεί, η μείωση του εν λόγω ποσοστού συναντά διαφορετικές προσεγγίσεις, ενώ δεν τίθεται θέμα κατάργησής του, όπως θα ήθελε η πλευρά των εργαζομένων.
Δίαυλοι επικοινωνίας
Σε κάθε περίπτωση, στο υπουργείο Εργασίας έχουν ανοιχτό δίαυλο επικοινωνίας με όλες τις πλευρές και στη Σταδίου 29 περιμένουν την υποβολή των
σχετικών υπομνημάτων. Το χρονικό περιθώριο που είχε τεθεί ήταν μέχρι τις 31 Οκτωβρίου και άτυπα έχει ξεπεραστεί. Τώρα, τα υπομνήματα αναμένεται να υποβληθούν εντός των επόμενων 10 – 15 ημερών.
Μάλιστα, δεν αποκλείεται η πλευρά των εργοδοτών να υποβάλει κάποιο κοινό υπόμνημα, με μια συνολική δέσμη προτάσεων, ευρύτερης αποδοχής, παρά το γεγονός πως ακόμα και εκεί διαπιστώνονται εσωτερικές διαφωνίες.
Η πολιτική ηγεσία του υπουργείου έχει αφήσει ανοιχτό το ενδεχόμενο ακόμα και για μία προσπάθεια επανεκκίνησης του κοινωνικού διαλόγου με νέο κύκλο συναντήσεων, σε μια ύστατη προσπάθεια εξεύρεσης όσο γίνεται καλύτερου επιπέδου συναίνεσης. Όμως, οι δυσκολίες παραμένουν και τα χρονικά περιθώρια στενεύουν.
Άλλωστε, η ελληνική πολιτεία έχει δεσμευτεί ότι πρέπει το αργότερο μέχρι το τέλος του έτους να έχει προκύψει ένα επίσημο Σχέδιο Δράσης, που θα έχει συμπεριλάβει τις όποιες προτάσεις των κοινωνικών εταίρων σε μια ευρύτερη συμφωνία.
Δίχως ΣΣΕ το 90% των εργαζομένων
Τα επίσημα στοιχεία, ωστόσο, δείχνουν ότι η κάλυψη των εργαζομένων της χώρας από Συλλογικές Συμβάσεις Εργασίας βρίσκεται στο 10,6% μόλις.
Σύμφωνα με τον νέο δείκτη παρακολούθησης μισθών (ECB wage tracker), που δημοσίευσε η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ), η Ελλάδα με στοιχεία έως και τον φετινό Σεπτέμβριο κατέχει αρνητική πρωτιά.
Στον αντίποδα, στις χώρες της Ευρωζώνης, σχεδόν οι μισοί από τους εργαζομένους (48,9%) καλύπτονται από ΣΣΕ.
Είναι χαρακτηριστικό ότι τα ποσοστά κάλυψης ξεκινούν από το 44,6% του Βελγίου και φτάνουν στο 76% της Αυστρίας. Υπενθυμίζεται ότι η Ελλάδα, όπως και οι υπόλοιπες χώρες της Ε.Ε., έχει δεσμευτεί σε σχέση με την Ευρωπαϊκή Οδηγία για επαρκείς κατώτατους μισθούς, για κάλυψη σε ποσοστό 80% από συλλογικές συμβάσεις, άρα βρίσκεται σε πολύ δυσμενές επίπεδο.
Ίδια εικόνα προκύπτει, αν αξιοποιηθούν τα στοιχεία του Ινστιτούτου Εργασίας (ΙΝΕ) της ΓΣΕΕ για τις κλαδικές συλλογικές συμβάσεις. Το 2024, καταγράφηκαν συνολικά 47 κλαδικές και ομοιοεπαγγελματικές ΣΣΕ, που κάλυψαν περίπου 712.000 εργαζόμενους ή το 28% του συνόλου όλων όσοι απασχολούνται στον ιδιωτικό τομέα.
Το 2025, υπολογίστηκε ότι έχουν υποχωρήσει στις 25 οι συλλογικές συμβάσεις που είναι ενεργές.
Υπάρχουν όμως και ορισμένες φετινές συμφωνίες εργοδοτών και εργαζομένων, που δείχνουν ότι, εάν θέλουν οι δύο πλευρές, μπορεί να επέλθει μια ικανοποιητική νέα σύμβαση.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος (ΤτΕ), τον Φεβρουάριο, υπογράφηκε διετής σύμβαση για τους εργαζομένους στα ξενοδοχεία, με αυξήσεις 5% το 2025 και 3% το 2026.
Τον Απρίλιο, προέκυψε συμφωνία στον κλάδο των τραπεζών, τριετούς διάρκειας. Οι αυξήσεις που θα δοθούν είναι 2% την 1η Ιουλίου και την 1η Δεκεμβρίου, φέτος, και από 2% τον Δεκέμβριο του 2026 και του 2027.
Τον Ιούλιο, υπογράφηκε σύμβαση τριετούς διάρκειας και τους εργαζόμενους στις ιδιωτικές ασφαλιστικές επιχειρήσεις. Συμφωνήθηκε αύξηση 4% στις
αποδοχές, αναδρομικά από την 1η Ιανουαρίου, 3% το 2026 και 2% το 2027.
Επιχειρησιακές συμβάσεις
Τα στοιχεία της ΤτΕ, όμως, δείχνουν ότι και οι επιχειρησιακές συμβάσεις δεν αποδίδουν τα αναμενόμενα. Σύμφωνα με το δελτίο οικονομικών εξελίξεων για την περίοδο Ιανουαρίου – Αυγούστου 2025, υπογράφηκαν 148 νέες επιχειρησιακές συμβάσεις, που καλύπτουν περισσότερους από 78.000 εργαζομένους.
Όμως, από αυτές, μόλις οι 64 προέβλεπαν αυξήσεις μισθών, ενώ οι υπόλοιπες ρύθμιζαν λοιπούς όρους εργασιακών σχέσεων.






